- ακάρπωτος
- -η, -ο (Α ἀκάρπωτος, -ον)αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονοςνεοελλ.αυτός που δεν έχει μεστώσει«ακάρπωτα κουκιά»ΙΙ αρχ.1. αδούλευτος, ακαλλιέργητος («ἀκάρπωτος γῆ», Θεόφρ.)2. ανώφελος, μάταιος«νίκας ἀκάρπωτον χάριν» (Σοφ. Αί. 176)3. ο ανεκπλήρωτος«χρησμὸς ἀκάρπωτος» (Αισχύλ. Ευμ. 714).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καρπῶ «φέρω καρπούς»νεοελλ.καρπώνω, «μεστώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.